ανθρώπινος

ανθρώπινος
-η, -ο (AM ἀνθρώπινος, -η, -ον και -ος, -ον)
1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση
2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν
αρχ.-μσν.
1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους
«ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον ὑπὲρ τοῡ σωθῆναι τὸν κόσμον»
«ἀνθρώπινόν τι παθεῑν (για τον θάνατο, παπυρ.) «ἐάν τι τῶν ἀνθρωπίνων περί τινα γένηται» (Επίκουρος)
2. (ουδ.) τὸ ἀνθρώπινον
η ανθρωπότητα
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε σφάλμα (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
2. ο πολιτισμένος (σε αντίθεση με τον θηριώδη)
επίρρ. -νως
1. «ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν» (Θουκ.)
το να κάνει κανείς σφάλματα σαν άνθρωπος που είναι
2. «ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι» (Δημοσθ., Ανδοκίδης)
το να σκέφτεται κανείς με ανθρωπιά, με κατανόηση των ανθρώπινων, με ευγένεια
3. φρ. «ἀνθρωπίνως χρὴ τὰς τύχας φέρειν» (Μένανδρος)
να αντιμετωπίζει κανείς τις περιστάσεις με ψυχραιμία, με μετριοπάθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁνθρώπινος — ἀνθρώπινος , ἀνθρώπινος of masc nom sg ἀνθρώπινος , ἀνθρώπινος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρώπινος — of masc nom sg ἀνθρώπινος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωπινός — ή, ό 1. ανθρώπινος* 2. ανεκτός, επαρκής («ανθρωπινό φαΐ») 3. κόσμιος, ευπρεπής ευπαρουσίαστος («ανθρωπινά λόγια», «ανθρωπινά ρούχα») …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπινός — ή, ό επίρρ. ά κατάλληλος για ανθρώπους, ευπρεπής, ικανοποιητικός: Το φέρσιμό του αυτή τη φορά ήταν ανθρωπινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρώπινος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει στον άνθρωπο, που ταιριάζει στη φύση του: Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση να κάνει σφάλματα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα ανθρώπινα η ζωή και τα έργα του ανθρώπου: Εφήμερα τα ανθρώπινα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνθρωπινώτερον — ἀνθρώπινος of adverbial comp ἀνθρώπινος of masc acc comp sg ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc comp sg ἀνθρώπινος of masc acc comp sg ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc comp sg ἀνθρώπινος of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπινώτατα — ἀνθρώπινος of adverbial superl ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc superl pl ἀνθρώπινος of adverbial superl ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπίνω — ἀνθρώπινος of masc/neut nom/voc/acc dual ἀνθρώπινος of masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀνθρώπινος of masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνθρώπινος of masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπίνως — ἀνθρώπινος of adverbial ἀνθρώπινος of masc acc pl (doric) ἀνθρώπινος of adverbial ἀνθρώπινος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρώπινον — ἀνθρώπινος of masc acc sg ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc sg ἀνθρώπινος of masc/fem acc sg ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”